Ήχος και φως

Ήχος και φως
Μορφή νυχτερινού θεάματος, που βασίζεται αποκλειστικά στο φως και στον ήχο. Τα θεάματα αυτά, που άρχισαν το 1952 στο Σαμπόρ (Λουάρ) της Γαλλίας, οργανώνονται σήμερα σε πολλά μέρη, προπάντων όπου υπάρχει δυνατότητα δημιουργίας ιδιαίτερα υποβλητικής ατμόσφαιρας, όπως στην Ακρόπολη της Αθήνας, στο Φόρουμ Ρομάνουμ της Ρώμης, στη Σφίγγα της Αιγύπτου, στη μονή της Αγίας Μπαβόνας στη Γάνδη κ.α. Με κύριο θέμα τη γρήγορη διαδοχή των γεγονότων του εκάστοτε τόπου (που απαγγέλλονται από πολύ καλούς ηθοποιούς, η φωνή των οποίων είναι προηχογραφημένη) οι εκδηλώσεις αυτές –που απευθύνονται κυρίως στη μεγάλη μάζα των τουριστών– αξιοποιούν τις δυνατότητες του φωτός είτε για να δημιουργήσουν δραματική ατμόσφαιρα είτε ως συμβολικό μέσο (π.χ. το λευκό φως για γεννήσεις, γάμους, το κόκκινο για πολέμους, αιματοχυσίες, το πράσινο για νίκες κλπ.). Η δημιουργία τέτοιων θεαμάτων απαιτεί εξαιρετική οργάνωση και τεχνική προετοιμασία. Χρειάζονται εκατοντάδες προβολέων, δεκάδες ειδικών ηχητικών μηχανημάτων (χρησιμοποιούνται τα λεγόμενα elipson, που κατευθύνουν τον ήχο όπως o προβολέας κατευθύνει το φως) που διατρέχουν τον ήχο σε διάφορα ηχητικά πεδία (φωνές πρώτου πλάνου, φωνές βάθους και μουσική υπόκρουση), χιλιόμετρα ηλεκτρικών καλωδίων, θαλαμίσκοι μετασχηματισμού και ρύθμισης του φωτός, ηλεκτρονικοί υπολογιστές κλπ. Νυχτερινή άποψη του βράχου της Ακρόπολης, φωτισμένου με το σύστημα «ήχος και φως».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • αγορά — I Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους… …   Dictionary of Greek

  • αγόρα — I Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους… …   Dictionary of Greek

  • Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού — (EOT). Αυτοτελές πρόσωπο δημοσίου δικαίου με έδρα την Αθήνα. Συστήθηκε με το διάταγμα της 23ης Μαρτίου 1929, αλλά καταργήθηκε το 1936 από τον Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος ίδρυσε αυτόνομο υπουργείο Τύπου και Τουρισμού. Επανασυστάθηκε το 1950, μετά την… …   Dictionary of Greek

  • Corfu — For other uses, see Corfu (disambiguation). Corfu Κέρκυρα Pontikonisi and Vlacheraina monastery seen from the hilltops of Kanoni …   Wikipedia

  • Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των …   Dictionary of Greek

  • Φόκνερ, Ουίλιαμ — (Faulkner, Νιου Όλμπανι, Μισισιπής 1897 – Όξφορντ, Μισισιπής 1962). Αμερικανός συγγραφέας. Κατά τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο τραυματίστηκε σε αεροπορικό επεισόδιο. Όταν γύρισε στην πατρίδα του γράφτηκε στο πανεπιστήμιο, κάνοντας συγχρόνως διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • КАЛОФОНИЧЕСКОЕ ПЕНИЕ — Аколуфии. 1336 г. (Athen. Bibl. Nat. 2458. Fol. 1) Аколуфии. 1336 г. (Athen. Bibl. Nat. 2458. Fol. 1) [калофония; греч. καλοφωνία, от καλός прекрасный и φωνή голос, звук], греч. певч. стиль, расцвет которого приходится на 2 последних столетия… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”